- κεντρώος
- -α, -ο1. αυτός που βρίσκεται στο κέντρο ενός τόπου, μιας περιοχής ή ηπείρου («κεντρώα Αφρική»)2. (το αρσ. και ως ουσ.) αυτός που η πολιτική ιδεολογία του δεν έχει αριστερή ή δεξιά κατεύθυνση, αλλά ανήκει στο κέντρο τών δύο ακραίων παρατάξεων.[ΕΤΥΜΟΛ. < κέντρον. Η λ. μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγένιο Βούλγαρι].
Dictionary of Greek. 2013.